Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κογχύλη
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κογχύλη η.
  • Κοχύλι:
    • τα χείλη της λιγνούτσικα ωσάν χρυσή κογχύλη (Μαρκάδ. 44).

[μτγν. ουσ. κογχύλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες