Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοίτασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοίτασμα το [kítazma] Ο49 : συσσώρευση ορυκτών στην επιφάνεια του εδάφους και κυρίως στο υπέδαφος, τα οποία προσφέρονται προς εκμετάλλευση: Kοιτάσματα πετρελαίου / σιδήρου. Mεταλλοφόρο ~. Πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη ανακαλύφθηκαν στην περιοχή.

[λόγ. < μσν. κοίτασμα `κοίτη, κρεβάτι΄ σημδ. γαλλ. couche]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες