Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοάλα το [koála] Ο (άκλ.) : δενδρόβιο μαρσιποφόρο της Aυστραλίας το οποίο τρέφεται με φύλλα ευκαλύπτου.
[λόγ. < αγγλ. koala (από γλ. ιθαγενών της Aυστραλίας)]