Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοάλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοάλα το [koála] Ο (άκλ.) : δενδρόβιο μαρσιποφόρο της Aυστραλίας το οποίο τρέφεται με φύλλα ευκαλύπτου.

[λόγ. < αγγλ. koala (από γλ. ιθαγενών της Aυστραλίας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go