Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κνούτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κνούτο το [knúto] Ο39 : είδος μαστιγίου από δερμάτινες λωρίδες που καταλήγουν σε μεταλλικά σφαιρίδια.

[ρωσ. knut -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go