Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κνησμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κνησμός ο [knizmós] Ο17 : (λόγ., ιατρ.) φαγούρα: Σε πολλές δερματοπάθειες εμφανίζεται ~ και απολέπιση του δέρματος.

[λόγ. < αρχ. κνησμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go