Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλότσος ο [klótsos] Ο18 : η κλοτσιά, στην έκφραση κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει, τυπική προεξαγγελία διήγησης παραμυθιού και στη ΦΡ είναι / τον έχουν του κλότσου και του μπάτσου / από κλότσου κι από μπάτσου, για κπ. που οι άλλοι δεν τον υπολογίζουν και του συμπεριφέρονται με τρόπο περιφρονητικό.
[μσν. κλότσος ίσως < υστλατ. *colcio -ς (πρβ. λατ. calx `φτέρνα ζώου΄, ιταλ. calcio, ισπαν. coz `κλότσος΄) με μετάθ. του υγρού [l] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλότσος ο.
-
- Κλοτσιά, τσινιά:
- κλότσον τον κλότσον έκρουεν (ενν. ο βούβαλος) τον πάρδον με τους πόδας (Διήγ. παιδ. 1029).
[<μεσν. λατ. calcio <λατ. calx, ‑cis. Η λ. στο Meursius (‑ον, λ. κλωζάτον), στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ.]
- Κλοτσιά, τσινιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλοτσοσκούφι το [klotsoskúfi] Ο44α : κυρίως για κπ. που οι άλλοι δεν τον υπολογίζουν καθόλου και του συμπεριφέρονται με τρόπο περιφρονητικό: Έχει γίνει ~.
[κλότσ(ος) -ο- + σκούφ(ος) -ι]



