Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλόνος ο.
  • 1) Κλονισμός· σύγχυση, ταραχή, στενοχώρια:
    • σ’ εμέναν έφτασεν της ατυχιάς ο κλόνος (Φλώρ. 86).
  • 2) Τράνταγμα, δόνηση, σεισμός:
    • Με κλόνον έσεισε (ενν. ο Θεός) την γην (Σκλάβ. 17).

[αρχ. ουσ. κλόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες