Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλωνιά η [kloná] Ο24 : (λαϊκότρ.) νήμα από στριμμένη κλωστή, κλωστή για ράψιμο.
[κλων(ί) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλωνιά η· κλωνά.
-
- Κλωστή:
- σταυρωτής κλωνάς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1193])·
- φρ. κρέμομαι σε μια κλωνά, βλ. κρεμώ (I) Φρ. 2.
[<ουσ. κλωνί + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Κλωστή:



