Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλούβιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλούβιος -α -ο [klúvjos] Ε4 : για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί. || (μτφ.): Tο κεφάλι του είναι κλούβιο, είναι άνθρωπος ανόητος, άμυαλος. (έκφρ.) το κλούβιο σου το μάτι!, ειρωνική απάντηση σε διαφωνία.

[< παλ. σλαβ. kûlvati `κλωσάω΄(;) με μετάθ. του υγρού [l] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες