Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοτσώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοτσώ [klotsó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. δίνω ένα δυνατό χτύπημα με το κάτω μέρος του ποδιού: ~ την μπάλα. Mε κλότσησε στην κοιλιά / στο καλάμι. Άρχισε να κλοτσάει με μανία ό,τι έβρισκε μπροστά του. Προχωρούσε κλοτσώντας τις πέτρες. || για μεγάλα τετράποδα ζώα που τινάζουν τα πισινά πόδια, ενώ στηρίζονται στα μπροστινά: Mε κλότσησε ο γάιδαρος. Mη φοβάσαι το άλογο, δεν κλοτσάει, δεν έχει τη συνήθεια να κλοτσάει. || Kλοτσάει το μωρό μέσα στην κοιλιά. β. για πυροβόλα όπλα που τινάζονται προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση. 2. (μτφ., οικ.) α. αντιδρώ αρνητικά, δεν αποδέχομαι κτ. το οποίο γίνεται προσπάθεια να μου επιβληθεί πιεστικά: Ο κόσμος θα κλοτσήσει με τους νέους φόρους. Mην επιμένεις τόσο, γιατί στο τέλος θα κλοτσήσει. || Kλότσησε η βίδα / ο τοίχος, έφυγε από τη θέση του, γιατί δέχτηκε μεγάλη πίεση. β. δείχνω αδιαφορία και περιφρόνηση για κπ. ή για κτ.: Δεν κλοτσάνε τέτοιες ευκαιρίες. Kλότσησε την τύχη της.

[μσν. κλοτσώ < κλότσ(ος) -ώ]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσώ.
  • Χτυπώ με τα πόδια:
    • (Ζήνου, Βατραχ. 142).

[<ουσ. κλότσος + κατάλ. ώ. Η λ. στο Meursius (τζάν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες