Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοτσά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσά η,
βλ. κλοτσιά.
[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσάρης ο,
βλ. κλουτσάρης.
[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσάτο(ν) το.
  • Κλοτσιά· είδος παιχνιδιού με κλοτσιές:
    • έκρουεν αυτόν κλοτσάτον (Παράφρ. Χων. 675· Προδρ. IV 368 χφ K κριτ. υπ).

[<λατ. calceatus ή <ουσ. κλότσος + κατάλ. άτο(ν). Η λ. στο Du Cange App. (κκοτζάτον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες