Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλος το [klós] Ε (άκλ.) : στη μοδιστρική, τρόπος με τον οποίο κόβεται το ύφασμα σε φόρμα ημικυκλική, έτσι ώστε να σχηματίζει λούκια: Φούστα ~. || (ως ουσ.) το κλος: Tης πηγαίνουν πολύ τα ~.

[λόγ. < γαλλ. cloche]

[Λεξικό Κριαρά]
κλόστριν το.
  • Μοναστήρι:
    • (Μαχ. 783).

[<παλαιότ. γαλλ. clostre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες