Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλισιοσκόπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλισιοσκόπιο το [klisioskópio] Ο42 : εξάρτημα προσαρμοσμένο στην κάννη πυροβόλου όπλου για καλύτερη σκόπευση.

[λόγ. κλισι- (δες κλίση) -ο- + -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες