Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλιπς το [klíps] & κλιπ το [klíp] Ο (άκλ.) : μικρός μηχανισμός εφοδιασμένος συνήθ. με ένα ελατήριο, που χρησιμοποιείται για να κλείνει ένα άνοιγμα ή για να συγκρατεί κτ.: Σκουλαρίκια / κολιέ με ~. || Έπιασε τα μαλλιά με ένα κλιπ.
κλιπσάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. clip & πληθ. clips]



