Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλινική
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλινική η [klinikí] Ο29 : 1. αυτοτελές τμήμα νοσοκομείου, στο οποίο γίνεται η διάγνωση και η θεραπεία περιστατικών ορισμένης ειδικότητας: Παιδιατρική ~. Ψυχιατρική ~. 2. ιδιωτικό νοσηλευτικό ίδρυμα το οποίο περιλαμβάνει τμήματα διάφορων ειδικοτήτων ή μίας μόνο ειδικότητας: Γενική ~. Mαιευτική ~.

[λόγ. < γαλλ. clinique & αγγλ. clinic (στις νέες σημ.) < ελνστ. κλινικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go