Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλινάμαξα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλινάμαξα η [klinámaksa] Ο27 : βαγόνι αμαξοστοιχίας το οποίο διαθέτει κρεβάτια για την κατάκλιση και τον ύπνο των επιβατών· βαγκονλί.

[λόγ. κλιν(ο)- 1 + άμαξα μτφρδ. γαλλ. wagon-lit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες