Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλιμακωτός -ή -ό [klimakotós] Ε1 : 1. που μοιάζει στο σχήμα ή στη διάταξη με σκάλα, με κλίμακα: Kλιμακωτά επίπεδα. 2. (μτφ.) που στην πορεία του ακολουθεί μια εξέλιξη σταθερή από το κατώτερο στο αμέσως ανώτερο σημείο: Kλιμακωτές ενέργειες. Kλιμακωτή αύξηση.
κλιμακωτά ΕΠIΡΡ: Οι λόφοι ξεκινούσαν από τις παρυφές της πόλης και υψώνονταν ~. [λόγ.: 1: ελνστ. κλιμακωτός· 2: σημδ. αγγλ. escalatory]



