Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλητεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλητεύω [klitévo] -ομαι Ρ5.1 : (νομ.) κοινοποιώ σε κπ. δικαστική κλήση με την οποία τον καλώ στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή ως διάδικο.

[λόγ. < αρχ. κλητεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go