Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλητήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλητήρας ο [klitíras] Ο2 : κατώτερος υπάλληλος στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, που εκτελεί κυρίως βοηθητικές εργασίες: ~ υπουργείου / τράπεζας. Tον προσέλαβαν ως κλητήρα. || δικαστικός ~, παλαιότερη ονομασία του δικαστικού επιμελητή. ΦΡ από δήμαρχος* ~.

[λόγ. < αρχ. κλητήρ, αιτ. -ῆρα `που επιδίδει δικαστική κλήση΄ σημδ. γαλλ. huissier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες