Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρούχος ο [klirúxos] Ο18 : 1. κάτοχος ή δικαιούχος κλήρου
1II. 2. (ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, ο πολίτης που έπαιρνε κλήρο γης σε χώρες συμμαχικές ή υποτελείς στους Aθηναίους. [λόγ. < αρχ. κληροῦχος]



