Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρουχία η [kliruxía] Ο25 : 1. διανομή γης με κλήρωση σε ακτήμονες. 2. (ιστ.) α. η εγκατάσταση των Aθηναίων κληρούχων σε ορισμένη περιοχή. || (επέκτ.) ο τόπος της εγκατάστασής τους. β. το σύνολο των Aθηναίων κληρούχων που είχαν εγκατασταθεί σε μια περιοχή.
[λόγ. < αρχ. κληρουχία]
[Λεξικό Κριαρά]
- κληρουχία η.
-
- Εκφρ. θεία ή άνω κληρουχία = επουράνια κληρονομιά, ο Παράδεισος:
- (Ιστ. Βλαχ. 1830), (Νεκρ. βασιλ. 131).
[αρχ. ουσ. κληρουχία. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Εκφρ. θεία ή άνω κληρουχία = επουράνια κληρονομιά, ο Παράδεισος:



