Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κληρονομιαίος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληρονομιαίος -α -ο [klironomiéos] Ε4 : (λόγ.) που προέρχεται από κληρονομιά. || (νομ.) κληρονομιαία αντικείμενα.

[λόγ. < μσν. κληρονομιαίος < κληρονομί(α) -αίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go