Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κληροδοτώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληροδοτώ [kliroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. με κληροδοσία. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μας παραδίδεται από το παρελθόν, κυρίως πνευματικό αγαθό, του οποίου δεν έχουμε την κυριότητα αλλά μόνο τη χρήση και το οποίο οφείλουμε να διατηρήσουμε για τους μεταγενεστέρους: H γλώσσα που μας κληροδότησε το παρελθόν. Tο θαυμαστό θέατρο που μας κληροδότησε η αρχαιότητα.

[λόγ. < ελνστ. κληροδοτῶ (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Κριαρά]
κληροδοτώ.
  • Δίνω μερίδιο κληρονομιάς, κάνω κάπ. κληρονόμο:
    • Αγαθός … ων ο δεσπότης τους πάντας … εκληροδότησε (Ιστ. Ηπείρ. XXX6).

[μτγν. κληροδοτέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go