Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλημεντίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλημεντίνη η [klimendíni] Ο30 & κλημεντίνι το [klimendíni] Ο44 : ποικιλία μανταρινιού.

[λόγ. < γαλλ. clémentine < ανθρωπων. Clément (όν. γεωπόνου που το δημιούργησε), κατά την αντιστοιχία: Clément = Κλήμης (-ine = -ίνη)· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go