Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεφτάτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλεφτάτα, επίρρ.· κλεπτάτα.
  • Κρυφά:
    • πορπατώ αποπίσω σου και βλέπω σε κλεφτάτα (Πανώρ. Γ´ 565· Σαχλ., Αφήγ. 90).

[<επίθ. κλεφτάτος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες