Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειστοφοβία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειστοφοβία η [klistofovía] Ο25 : (ψυχιατρ.) φοβία από την οποία καταλαμβάνεται κάποιος όταν μπει σε κλειστό χώρο: Πάσχει από ~.

[λόγ. < γαλλ. claustrophobie ή νλατ. claustrophobia < λατ. claustrum `μάνταλο΄ + -phobie = -φοβία παρετυμ. κλειστο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες