Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλειδούχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδούχος ο [kliδúxos] Ο18 : σιδηροδρομικός υπάλληλος, ειδικός στο χειρισμό των κλειδιών των σιδηροτροχιών.

[λόγ. < αρχ. κλειδοῦχος `που κρατάει τα κλειδιά, φύλακας΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κλειδούχος ο.
  • 1) Αυτός που κρατάει τα κλειδιά· αυτός που έχει τη φύλαξη ενός χώρου:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 540).
  • 2) Αυτός που έχει τη γενική επιστασία, επόπτης, κυβερνήτης:
    • της οικουμένης βούλεται κατασταθεί κλειδούχος (αυτ. 186).
  • 3) Προστάτης:
    • της ορθοδόξου πίστεως στήριγμα και κλειδούχος (αυτ. 978).

[αρχ. ουσ. κλειδούχος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go