Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδοκύμβαλο το [kliδokímvalo] Ο42 : (παρωχ.) το πιάνο.
[λόγ. κλειδο- 1 + κύμβαλον μτφρδ. γαλλ. clavicorde ή ιταλ. clavicordio (clavi- `κλειδί΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. κλειδο- 1 + κύμβαλον μτφρδ. γαλλ. clavicorde ή ιταλ. clavicordio (clavi- `κλειδί΄)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |