Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειδίον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλειδίον το· κλειδί· κλειδίν.
  • 1) Κλειδί:
    • (Διακρούσ. 9311).
  • 2) (Μεταφ., προκ. για οχυρή θέση, κάστρο ή πόλη από τα οποία εξαρτάται η ασφάλεια μιας ευρύτερης περιοχής):
    • οπού ’σαι (ενν. η Αμμόχωστος) της Βενετίας κλειδίν, της Κύπρου τ’ αννοικτάριν (Θρ. Κύπρ. Μ 280
    • η Πόλις ήτον το κλειδίν της Ρωμανίας όλης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 615).
  • Φρ.
  • 1) Κρατώ τα κλειδιά του λογισμού κάπ. = κυριαρχώ στη σκέψη κάπ.:
    • (Πανώρ. Α´ 163).
  • 2) Κρατώ τα κλειδιά της όρεξης κάπ. = εξουσιάζω τις επιθυμίες κάπ.:
    • (Ερωφ. Β´ 52).
  • 3) Δίνω τα κλειδιά σε κάπ. = παραχωρώ σε κάπ. την εξουσία:
    • (Χρον. Μορ. H 776).
  • 4) Δίνω τα κλειδιά της καρδιάς μου σε κάπ. = δίνω σε κάπ. την καρδιά μου:
    • (Ερωφ. Β´ 493).

[αρχ. ουσ. κλειδίον. Ο τ. ί στο Meursius (κλιδή) και σήμ. Ο τ. ίν και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες