Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλείσμα το.
-
- 1) Κλείσιμο (σε τόπο)· εγκλεισμός:
- (Βακτ. αρχιερ. 166).
- 2) Περίβολος:
- περιπλεκόμενος (ενν. ο Ιερόθεος) από τες πέτρες οπού εγκρεμνίζουνταν από τα κλείσματα των υποστατικών (Ιερόθ. Αββ. 331).
- 3) Κλειδαριά:
- ετσακίσθησαν οι πόρτες (ενν. του Άδου) και τα κλείσματα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 292r).
[μτγν. ουσ. κλείσμα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- 1) Κλείσιμο (σε τόπο)· εγκλεισμός:



