Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλείδωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλείδωση η [klíδosi] Ο33 : η άρθρωση των οστών.

[λόγ. < μσν. κλείδωσις < κλειδω- (δες κλειδώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. κλείδωσις `κλείδωμα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go