Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαψούρισμα το [klapsúrizma] Ο49 : σιγανός, μονότονος και παρατεταμένος ήχος κλάματος: Σταμάτα πια αυτό το ~. || παράπονο, γκρίνια.
[κλαψουρισ- (κλαψουρίζω) -μα]



