Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλαψουρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαψουρίζω [klapsurízo] Ρ2.1α : κλαίω σιγανά, μονότονα και παρατεταμένα: Σταμάτα να κλαψουρίζεις όλη μέρα. || παραπονιέμαι, γκρινιάζω.

[μσν. κλαψουρίζω < κλαψούρ(α < κλάψ(α) -ούρα) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go