Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαψιάρης -α -ικο [klapsxáris] Ε9 : που κλαίει εύκολα, συχνά και χωρίς σοβαρό λόγο: Kλαψιάρικο μωρό. || παραπονιάρης ή μεμψίμοιρος. || (ως ουσ.).
[κλάψ(α) -ιάρης (πρβ. μσν. κλαυσιάρης, ίδ. σημ., < αρχ. κλαυσ- (κλαίω) -ιάρης)]



