Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαψιάρης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαψιάρης -α -ικο [klapsxáris] Ε9 : που κλαίει εύκολα, συχνά και χωρίς σοβαρό λόγο: Kλαψιάρικο μωρό. || παραπονιάρης ή μεμψίμοιρος. || (ως ουσ.).

[κλάψ(α) -ιάρης (πρβ. μσν. κλαυσιάρης, ίδ. σημ., < αρχ. κλαυσ- (κλαίω) -ιάρης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες