Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαυθμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαυθμός ο [klafθmós] Ο17 : (λόγ.) θρήνος, μόνο στην έκφραση (θρήνος), ~ και οδυρμός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για εξαιρετικά έντονες αντιδράσεις σε ένα δυσάρεστο γεγονός.

[λόγ. < αρχ. κλαυθμός]

[Λεξικό Κριαρά]
κλαυθμός ο· κλαημός· κλαθμός· κλαυμός· κλιαμός.
  • 1) Κλάμα, θρήνος:
    • έδε κλαημούς και δάκρυα και βρουχισμός μεγάλος (Θρ. Κων/π. διάλ. 117).
  • 2) Έντονο παράπονο:
    • προσέρχουνται τῳ βασιλεί μετά κλαυθμού μεγάλου (Αχιλλ. N 45).
  • 3) Θρηνητικός σκοπός:
    • ας συντροφιάσει τέτοιο κλαθμό το θέατρο (Ζήν. Α´ 34).
  • 4) Θλίψη:
    • χωρίς οδύνης και κλαυθμού ώραν αν ποίσεις μίαν (Καλλίμ. 2029).
  • 5) Δάκρυα χαράς:
    • (Ερμον. Χ 333).

[αρχ. ουσ. κλαυθμός. Ο τ. κλαημός στο Βλάχ. (κλαϋ‑) και σήμ. ποντ. Ο τ. κλαθμός στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες