Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλαρίνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαρίνο το [klaríno] Ο39 : 1. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου. (έκφρ.) στέκομαι ~, ακίνητος, σε στάση προσοχής, ως ένδειξη πειθαρχίας ή σεβασμού ή από φόβο μπροστά σε ανωτέρους. 2. αυτός που παίζει κλαρίνο: Είναι το πρώτο ~ στην μπάντα.

[ιταλ. clarino]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go