Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαπάτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαπάτσα η [klapátsa] & χλαπάτσα η [xlapátsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η διστομίαση των ζώων. ΦΡ παθαίνω ~, βρίσκομαι σε σωματική ή ψυχική κατάπτωση ή αισθάνομαι απροσδιόριστη αδιαθεσία. έπεσε ~, για κατάσταση ομαδικής κατάπτωσης ή αδιαθεσίας.

[βλάχ. gălbĕatsă με μετάθ. του υγρού [l] και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή [k > x] (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες