Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλανιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλανιά η [klaná] Ο24 : (προφ., οικ.) αέρια που δημιουργούνται στον εντερικό σωλήνα και βγαίνουν από τον πρωκτό, συνήθ. με θόρυβο και δυσάρεστη οσμή· πορδή.

[κλάν(ω) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλανιάρης ο [klanáris] Ο11 θηλ. κλανιάρα [klanára] Ο25α : 1. (χυδ.) αυτός που κλάνει συχνά. 2. (προφ., οικ., μτφ.) ο φοβητσιάρης: Ο ~, μόλις είδε τα σκούρα σηκώθηκε κι έφυγε.

[κλαν(ιά) -ιάρης· κλανιάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες