Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλακ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλακ το [klák] Ο (άκλ.) : είδος παλαιού επίσημου, ψηλού και κυλινδρικού καπέλου που μπορούσε να συμπτύσσεται και να κρατιέται κάτω από τη μασχάλη.

[λόγ. < γαλλ. claque]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάκα η [kláka] Ο25α : ομάδα ατόμων που παρευρίσκονται σε μια δημόσια εκδήλωση με αποκλειστικό σκοπό να δημιουργήσουν εντυπώσεις με επευφημίες ή αποδοκιμασίες.

[λόγ.(;) < γαλλ. claqu(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλακαδόρος ο [klakaδóros] Ο18 : μέλος μιας κλάκας.

[κλάκ(α) -αδόρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλακέτα η [klakéta] Ο25 : I. μικρός πίνακας που χρησιμοποιείται στις κινηματογραφικές λήψεις στην αρχή κάθε πλάνου και αποτελείται από δύο φύλλα που ανοιγοκλείνουν, επάνω στα οποία αναγράφονται τα στοιχεία του πλάνου, ώστε να διευκολύνεται το μοντάζ. II. (συνήθ. πληθ.) είδος χορού κατά τον οποίο ο χορευτής χτυπά με ειδικό τρόπο τις μύτες και τα τακούνια των παπουτσιών του, τα οποία είναι εφοδιασμένα με μεταλ λι κές πλάκες, ώστε να παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που συνοδεύει ρυθ μικά τη μουσική.

[λόγ.: I: γαλλ.: claquett(e) -α· ΙΙ: γαλλ. claquettes (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες