Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλαδεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαδεύω [klaδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κόβω με ειδικό εργαλείο τα ξερά και περιττά κλαδιά ενός φυτού, συνήθ. δέντρου ή θάμνου, για να του δώσω ορισμένο σχήμα ή για να τονώσω την ανάπτυξη και την καρποφορία του: ~ τη μηλιά / την ακακία. Πώς κλαδεύουν τα κλήματα; Οι τριανταφυλλιές ήταν κλαδεμένες. 2. (μτφ., προφ.) στο ποδόσφαιρο, μαρκάρω αντικανονικά τον αντίπαλο.

[ελνστ. κλαδεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
κλαδεύω.
  • Κόβω τα κλαδιά δέντρου ή αμπελιού, κλαδεύω:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 1224), (Πεντ. Λευιτ. XXV 3).

[μτγν. κλαδεύω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go