Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλαδερός, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για δέντρο) πολύκλαδος:
- σ’ ενός πλατάνου κλαδερού την ρίζ’ ακουμπισμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [976]).
- 2) (Προκ. για φράχτη) που αποτελείται από θάμνους:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [755]).
- 3) (Προκ. για τόπο) που έχει πολλά δέντρα, κατάφυτος, δασώδης:
- (Πορτολ. Β 5723).
- Ο πληθ. του ουδ. ως ουσ. = κλαδιά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42227).
[<ουσ. κλάδος + κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1) (Προκ. για δέντρο) πολύκλαδος:



