Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλίκα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλίκα η [klíka] Ο25 : (μειωτ.) ομάδα ανθρώπων που αποτελούν μια στενή παρέα, τα μέλη της οποίας αλληλοϋποστηρίζονται με σκοπό να προωθήσουν μόνο δικά τους συμφέροντα ή απόψεις: Δεν ανήκε ποτέ σε κλίκες.

[γαλλ. cliqu(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go