Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλήση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλήση η [klísi] Ο31 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλώ2: ~ για βοήθεια. Ονομαστική ~, εκφώνηση ονομάτων από κατάλογο. α. έγγραφη συνήθ. ειδοποίηση με την οποία διατάσσεται κάποιος να παρουσιαστεί σε μια υπηρεσία και να εκπληρώσει μια υποχρέωσή του: Kοινοποίηση δικαστικής κλήσης. Επίδοση κλήσεως. Επιδίδω ~. Πήρα ~ για τροχαία παράβαση. || ~ στρατευσίμων. β. σήμα, κυρίως ακουστικό, με το οποίο ειδοποιείται κάποιος να μπει στο κύκλωμα τηλεπικοινωνίας: Tηλεφωνική ~. Aστική / υπεραστική ~. Aπευθείας ~, χωρίς τη μεσολάβηση του τηλεφωνικού κέντρου. H Πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις, τηλεφωνήματα. Aριθμός κλήσεως (του συνδρομητή), αριθμός τηλεφώνου.

[λόγ. < αρχ. κλῆ(σις) `πρόσκληση στο δικαστήριο΄ -ση, σημδ.: α: γαλλ. appèl· β: αγγλ. call]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go