Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλήμα
11 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλήμα το [klíma] Ο48 : αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των αμπελοειδών που καλλιεργείται για τον καρπό του, το σταφύλι, από το οποίο βγαίνει το κρασί. || η κληματόβεργα. ΠAΡ Ήτανε στραβό το ~, το ΄φαγε κι ο γάιδαρος, για την κακή έκβαση μιας ήδη άσχημης υπόθεσης.

[αρχ. κλῆμα `κληματόβεργα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλήμα (I) η,
βλ. σκλίμα.
[Λεξικό Κριαρά]
κλήμα (II) το· γεν. κλημάτου.
  • α) Κλήμα αμπελιού, κληματόβεργα:
    • χαλάζιν άμπελον όταν την κατακρούσει, τσακίζει και τα κλήματα (Κομν., Διδασκ. Δ 392
  • β) (συνεκδ.) αμπέλι:
    • (Πεντ. Γέν. XL 9).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31317).

[αρχ. ουσ. κλήμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληματαριά η [klimatarjá] Ο24 : κλήμα το οποίο έχουν καλλιεργήσει και κλαδέψει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα κλαδιά του αναρριχώνται σε αρκετό ύψος από το έδαφος, απλώνονται πάνω σε οριζόντια δοκάρια και σχηματίζουν ένα σκιερό στρώμα από φύλλα· η κρεβατίνα: Έπιναν τον καφέ τους στον ίσκιο της κληματαριάς.

[κληματ- (κλήμα) -αριά]

[Λεξικό Κριαρά]
κληματερός, επίθ.
  • (Προκ. για δέντρο) που χρησιμεύει ως στήριγμα κληματαριάς:
    • πουλεί … τον πλάτανο τον κληματερό ως είναι με το κλήμα οπού έχει (Bαρούχ. 3262).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = δέντρο που χρησιμεύει ως στήριγμα κληματαριάς:
    • (αυτ. 3110).

[<ουσ. κλήμα + κατάλ. ερός]

[Λεξικό Κριαρά]
κληματίς η.
– Βλ. και κληματσίδα.
  • Κληματόβεργα:
    • ποιούντες ξυλοσκευάς μετά κληματίδων (Έκθ. χρον. 1314).

[αρχ. ουσ. κληματίς. Τ. ίδα στο Somav.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληματο- [klimato] & κληματό- [klimató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά, με αναφορά στο ουσιαστικό κλήμα: κληματόβεργα, κληματόφυλλο. || ~ειδής.

[θ. κληματ- του ουσ. κλήμα -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληματόβεργα η [klimatóverγa] Ο27 : το ξυλώδες κλαδί του κλήματος.

[κληματο- + βέργα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληματόφυλλο το [klimatófilo] Ο41 : αμπελόφυλλο.

[κληματο- + φύλ λο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληματσίδα η [klimatsíδa] Ο26 : ο λεπτός και τρυφερός βλαστός του κλήματος. || γενικός χαρακτηρισμός για κάθε αναρριχητικό φυτό με λεπτούς και τρυφερούς βλαστούς.

[αρχ. κληματίς, αιτ. -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go