Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλέψιμο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλέψιμο το [klépsimo] Ο50 : (οικ.) η κλοπή. || (για γραπτές εξετάσεις) αντιγραφή.

[μσν. κλέψιμο < κλεψ- (κλέβω) -ιμο]

[Λεξικό Κριαρά]
κλέψιμο το.
  • Κλοπή, κλεψιά:
    • (Συναδ. φ. 66r).

[<αόρ. του κλέπτω + κατάλ. ιμο. Η λ. στο Βλάχ. (ον) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go