Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλέφτικος, επίθ.
-
- 1) Δόλιος, απατηλός:
- είν’ κιόλας ψεύτικη και κλέφτικ’ η καρδιά της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1180]).
- 2) Παράνομος, απαγορευμένος:
- πρέπον δεν είναι να γυρεύγεις αγάπην κλέφτικην (αυτ. Α´ [277]).
[<επίθ. κλεφτικός (Βλάχ., Δημ.) <αρχ. κλεπτικός (L‑S, Lampe). Η λ. και σήμ.]
- 1) Δόλιος, απατηλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλέφτικος -η -ο [kléftikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κλέφτη 2: Kλέφτικα τραγούδια. Kλέφτικοι χοροί. Kλέφτικα λημέρια. Kλέφτι κο ντουφέκι. || (ως ουσ.) το κλέφτικο, είδος ψητού κρέατος.
κλέφτικα ΕΠIΡΡ: Σφύρα ~, και ως ΦΡ για κτ. που θεωρείται αδύνατο να πραγματοποιηθεί. [κλέφτ(ης) 2 -ικος]



