Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλάψα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάψα η [klápsa] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : μεμψιμοιρία, παράπονο, που συνοδεύεται από το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής που μοιάζει με κλάμα: Άσε τις κλάψες! Παράτα τις κλάψες! Άρχισε πάλι τις κλάψες, τα παράπονα ή και τα παρακάλια.

[κλαψ- (κλαίω) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go