Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλάξον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάξον το [klákson] Ο (άκλ.) : η κόρνα.

[λόγ. < αγγλ. Klaxon σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες