Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλάδεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάδεμα το [kláδema] Ο49 : 1. το μεθοδικό κόψιμο των ξερών ή περιττών κλαδιών ενός φυτού, συνήθ. θάμνου ή δέντρου: ~ της μηλιάς / της τριανταφυλλιάς / του αμπελιού. H εποχή του κλαδέματος των δέντρων. 2. (μτφ., προφ.) αντικανονικό μαρκάρισμα του αντιπάλου στο ποδόσφαιρο.

[κλαδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (πρβ. ελνστ. κλάδευμα `κλαδεμένα φύλλα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες