Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιόσκι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιόσκι το [kóski] Ο44α : ελαφρά υπαίθρια στεγασμένη κατασκευή, συνήθ. ξύλινη και ανοιχτή από όλες τις πλευρές. || περίπτερο1.

[γαλλ. kiosque (στη νέα σημ.) < ιταλ. chiosco < τουρκ. köşk `εξοχικό σπίτι, περίπτερο σε κήπο΄ (από τα περσ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κιόσκιον το· κιόσκι.
  • Μικρό μεμονωμένο κτίσμα σε ανοιχτό χώρο (αυλή, περιβόλι, ύπαιθρο), περίπτερο:
    • (Έκθ. χρον. 674), (Συναδ. φ. 34v).

[<τουρκ. kösk. Ο τ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go